τρανεύω

τρανεύω
Ν [τρανός]
1. (αμτβ.) α) γίνομαι τρανός, μεγαλώνω ως προς την ηλικία ή το μέγεθος
β) αποκτώ μεγαλύτερη οικονομική ή κοινωνική ισχύ
γ) αποκτώ μεγαλύτερο βαθμό
2. (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και γρήγορα
3. (σχετικά με φωνή) (μτβ.) υψώνω τον τόνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρανεύω — τράνεψα αμτβ., γίνομαι τρανός, μεγαλώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τράνεμα — το, Ν [τρανεύω] το να γίνεται κανείς τρανός, μεγάλος, μεγάλωμα …   Dictionary of Greek

  • τρανώνω — τρανῶ, όω, ΝΑ [τρανής/ τρανός] νεοελλ. τρανεύω αρχ. καθιστώ κάτι σαφές, κάνω κάτι ευδιάκριτο, διασαφηνίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”